Πριν από περίπου έναν χρόνο, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε αφήσει να εννοηθεί η πρόθεσή του να αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική. Έχοντας άλλωστε γεννηθεί το 1942, κλείνει φέτος τα 70 χρόνια ζωής. Διαψεύδοντας εκείνους που δεν περίμεναν ότι θα ξεπερνούσε το (ψυχολογικό πέραν του σωματικού) τραύμα από την απόπειρα δολοφονίας του, το 1990, που τον καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι.
Σαρξ εκ της σαρκός του βαθέως συστήματος εξουσίας της Γερμανίας, ο Σόιμπλε θεωρείται μέχρι και σήμερα περισσότερο «πολιτικός» σε σχέση με την Άνγκελα Μέρκελ. Και σίγουρα, περισσότερο ευρωπαϊστής. Γι’ αυτό και στο ξεκίνημα της ελληνικής κρίσης ήταν ο «καλός», που διακήρυττε σε όλους τους τόνους την αναγκαιότητα διάσωσης της Ελλάδας. Με την Άνγκελα Μέρκελ να έχει από τότε εξασφαλίσει για τον εαυτό της, τον ρόλο της «κακής».
Σήμερα, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει εξελιχθεί στον σταυροφόρο της παραδειγματικής τιμωρίας της Ελλάδας, σε σημείο που να υποχρεωθεί η Αθήνα σε… εθελούσια έξοδο από την ευρωζώνη, από τη στιγμή μάλιστα που δεν υπάρχει κοινοτική, γραφειοκρατική διαδικασία για κάτι τέτοιο.
Η ξαφνική μεταστροφή της… αύρας του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, εξηγείται πλήρως από το βιογραφικό του. Πρόκειται για τον κατεξοχήν προνομιακό συνομιλητή της οικονομικής ελίτ της χώρας του. Εκείνον εμπιστεύεται το «κεφάλαιο», και όχι την Άνγκελα Μέρκελ. Ο παραπάνω σφιχτός εναγκαλισμός άλλωστε, οδήγησε στο να κατηγορηθεί και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκτός από τον Χέλμουτ Κολ, για το σκάνδαλο των «μαύρων ταμείων» του CDU, με αποτέλεσμα να εκπέσει από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Ποιος τον διαδέχτηκε; Μα, η Άνγκελα Μέρκελ φυσικά, η οποία ωστόσο λίγο καιρό μετά «υποχρεώθηκε» να υποδεχτεί ξανά δίπλα της τον πολιτικό που είχε η ίδια «εκτελέσει». Και από τότε, οι δυο τους συμπορεύονται, στην ηγεσία πλέον της Ευρώπης και όχι μονάχα της Γερμανίας. Με τον Σόιμπλε να ασκεί ένα είδος «επιτροπείας» επί της Άνγκελα Μέρκελ.
Το γεγονός λοιπόν ότι ο Σόιμπλε είναι εκείνος που κουνάει σήμερα το δάχτυλο κατά της Ελλάδας, εξηγείται στη βάση δυο επιχειρημάτων: Ενός πολιτικού, και ενός αμιγώς οικονομικού. Το πολιτικό επιχείρημα εδράζεται στο συμπέρασμα, που είναι πλέον και δημοσκοπικό, ότι η γερμανική κοινωνία απαιτεί την παραδειγματική τιμωρία, αν όχι τη θυσία της Ελλάδας. Το οικονομικό επιχείρημα, αφορά τα συμφέροντα της ελίτ που εκπροσωπεί διαχρονικά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Και η οποία, δεν θέλει φυσικά την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, βλέπει ωστόσο ότι όσο διάστημα διαρκεί αυτή η αβεβαιότητα για τη συνοχή και το μέλλον του κοινού νομίσματος, οι… γερμανικές εξαγωγές σημειώνουν κέρδη-ρεκόρ. Και η παράταση της αβεβαιότητας εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από την τύχη της Ελλάδας.
Υπάρχει βέβαια και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Και δεν ήταν άλλη από την απροσχημάτιστη παρέμβαση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Με την… ενόχληση για τη Νέα Δημοκρατία και τον Αντώνη Σαμαρά. Την προτροπή αποφυγής των εκλογών, και την απόπειρα ιταλοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου, με το παράδειγμα της κυβέρνησης τεχνοκρατών του Μάριο Μόντι.
Η έλλειψη σεβασμού, ή μάλλον η… διαφορετική ανάγνωση των δημοκρατικών διαδικασιών από έναν Γερμανό πολιτικό, δεν συνιστά έκπληξη. Η Δημοκρατία άλλωστε γεννήθηκε στην Αθήνα. Και η… μετάφραση της έννοιας και του περιεχομένου της, από τα ελληνικά στα γερμανικά, απαιτεί χρόνο, υπομονή και αντοχές. Για να μην χαθούμε στη μετάφραση.
Εκείνο που ξενίζει είναι η απόσταση που φαίνεται να χωρίζει ίσως τον πιο έμπειρο Γερμανό πολιτικό της εποχής μας, με την εθνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Η χώρα μας δεν μπορεί να γίνει… Ιταλία, με κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, ώστε να είναι περισσότερο εύκολη η χειραγώγηση της εξουσίας. Απουσιάζει από το εθνικό dna η κουλτούρα της συνεννόησης. Και όχι φυσικά της πολιτικής, που υπό συνθήκες μπορεί να ενταχθεί στο κάδρο της εθνικής καθημερινότητας. Αλλά η κοινωνική συναίνεση. Χωρίς την οποία, καμία πολιτική συνεργασία δεν μπορεί να περπατήσει. Πόσο μάλλον, να έχει μέλλον.
Στην πραγματικότητα, η σπουδή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να… τιθασσεύσει τη Νέα Δημοκρατία, αποσκοπεί στο να περιοριστεί ο κίνδυνος γενικότερης ευρωπαϊκής ανάφλεξης. Με το κλίμα σε επίπεδο ευρωπαϊκών κοινωνιών να «γυρίζει» υπέρ της Ελλάδας, τη Γερμανία να είναι η μόνη χώρα που δεν πλήττεται από την κρίση, και τις κοινωνίες να δοκιμάζονται, υποψιαζόμενες ότι, μετά την Αθήνα έρχεται η δική τους σειρά, μια αμφισβήτηση του προγράμματος οικονομικής σταθερότητας που το Βερολίνο εκπόνησε και εποπτεύει, μπορεί να λάβει εύκολα διαστάσεις.
Και να ανατρέψει έτσι το σημερινό status quo, το οποίο διευκολύνει απεριόριστα την πολιτική ηγεσία της Γερμανίας. Και, κυρίως, τους… χορηγούς της.
Σαρξ εκ της σαρκός του βαθέως συστήματος εξουσίας της Γερμανίας, ο Σόιμπλε θεωρείται μέχρι και σήμερα περισσότερο «πολιτικός» σε σχέση με την Άνγκελα Μέρκελ. Και σίγουρα, περισσότερο ευρωπαϊστής. Γι’ αυτό και στο ξεκίνημα της ελληνικής κρίσης ήταν ο «καλός», που διακήρυττε σε όλους τους τόνους την αναγκαιότητα διάσωσης της Ελλάδας. Με την Άνγκελα Μέρκελ να έχει από τότε εξασφαλίσει για τον εαυτό της, τον ρόλο της «κακής».
Σήμερα, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει εξελιχθεί στον σταυροφόρο της παραδειγματικής τιμωρίας της Ελλάδας, σε σημείο που να υποχρεωθεί η Αθήνα σε… εθελούσια έξοδο από την ευρωζώνη, από τη στιγμή μάλιστα που δεν υπάρχει κοινοτική, γραφειοκρατική διαδικασία για κάτι τέτοιο.
Η ξαφνική μεταστροφή της… αύρας του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, εξηγείται πλήρως από το βιογραφικό του. Πρόκειται για τον κατεξοχήν προνομιακό συνομιλητή της οικονομικής ελίτ της χώρας του. Εκείνον εμπιστεύεται το «κεφάλαιο», και όχι την Άνγκελα Μέρκελ. Ο παραπάνω σφιχτός εναγκαλισμός άλλωστε, οδήγησε στο να κατηγορηθεί και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκτός από τον Χέλμουτ Κολ, για το σκάνδαλο των «μαύρων ταμείων» του CDU, με αποτέλεσμα να εκπέσει από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Ποιος τον διαδέχτηκε; Μα, η Άνγκελα Μέρκελ φυσικά, η οποία ωστόσο λίγο καιρό μετά «υποχρεώθηκε» να υποδεχτεί ξανά δίπλα της τον πολιτικό που είχε η ίδια «εκτελέσει». Και από τότε, οι δυο τους συμπορεύονται, στην ηγεσία πλέον της Ευρώπης και όχι μονάχα της Γερμανίας. Με τον Σόιμπλε να ασκεί ένα είδος «επιτροπείας» επί της Άνγκελα Μέρκελ.
Το γεγονός λοιπόν ότι ο Σόιμπλε είναι εκείνος που κουνάει σήμερα το δάχτυλο κατά της Ελλάδας, εξηγείται στη βάση δυο επιχειρημάτων: Ενός πολιτικού, και ενός αμιγώς οικονομικού. Το πολιτικό επιχείρημα εδράζεται στο συμπέρασμα, που είναι πλέον και δημοσκοπικό, ότι η γερμανική κοινωνία απαιτεί την παραδειγματική τιμωρία, αν όχι τη θυσία της Ελλάδας. Το οικονομικό επιχείρημα, αφορά τα συμφέροντα της ελίτ που εκπροσωπεί διαχρονικά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Και η οποία, δεν θέλει φυσικά την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, βλέπει ωστόσο ότι όσο διάστημα διαρκεί αυτή η αβεβαιότητα για τη συνοχή και το μέλλον του κοινού νομίσματος, οι… γερμανικές εξαγωγές σημειώνουν κέρδη-ρεκόρ. Και η παράταση της αβεβαιότητας εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από την τύχη της Ελλάδας.
Υπάρχει βέβαια και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Και δεν ήταν άλλη από την απροσχημάτιστη παρέμβαση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Με την… ενόχληση για τη Νέα Δημοκρατία και τον Αντώνη Σαμαρά. Την προτροπή αποφυγής των εκλογών, και την απόπειρα ιταλοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου, με το παράδειγμα της κυβέρνησης τεχνοκρατών του Μάριο Μόντι.
Η έλλειψη σεβασμού, ή μάλλον η… διαφορετική ανάγνωση των δημοκρατικών διαδικασιών από έναν Γερμανό πολιτικό, δεν συνιστά έκπληξη. Η Δημοκρατία άλλωστε γεννήθηκε στην Αθήνα. Και η… μετάφραση της έννοιας και του περιεχομένου της, από τα ελληνικά στα γερμανικά, απαιτεί χρόνο, υπομονή και αντοχές. Για να μην χαθούμε στη μετάφραση.
Εκείνο που ξενίζει είναι η απόσταση που φαίνεται να χωρίζει ίσως τον πιο έμπειρο Γερμανό πολιτικό της εποχής μας, με την εθνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Η χώρα μας δεν μπορεί να γίνει… Ιταλία, με κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, ώστε να είναι περισσότερο εύκολη η χειραγώγηση της εξουσίας. Απουσιάζει από το εθνικό dna η κουλτούρα της συνεννόησης. Και όχι φυσικά της πολιτικής, που υπό συνθήκες μπορεί να ενταχθεί στο κάδρο της εθνικής καθημερινότητας. Αλλά η κοινωνική συναίνεση. Χωρίς την οποία, καμία πολιτική συνεργασία δεν μπορεί να περπατήσει. Πόσο μάλλον, να έχει μέλλον.
Στην πραγματικότητα, η σπουδή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να… τιθασσεύσει τη Νέα Δημοκρατία, αποσκοπεί στο να περιοριστεί ο κίνδυνος γενικότερης ευρωπαϊκής ανάφλεξης. Με το κλίμα σε επίπεδο ευρωπαϊκών κοινωνιών να «γυρίζει» υπέρ της Ελλάδας, τη Γερμανία να είναι η μόνη χώρα που δεν πλήττεται από την κρίση, και τις κοινωνίες να δοκιμάζονται, υποψιαζόμενες ότι, μετά την Αθήνα έρχεται η δική τους σειρά, μια αμφισβήτηση του προγράμματος οικονομικής σταθερότητας που το Βερολίνο εκπόνησε και εποπτεύει, μπορεί να λάβει εύκολα διαστάσεις.
Και να ανατρέψει έτσι το σημερινό status quo, το οποίο διευκολύνει απεριόριστα την πολιτική ηγεσία της Γερμανίας. Και, κυρίως, τους… χορηγούς της.